- θυμο-
- (ΑΜ θυμό-)α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο-βαρής, θυμο-λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό-βολώ, θυμό-κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο-ειδής, θυμο-κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ. θυμο-βάρβαρος) είτε τού «θυμός» (πρβλ. θυμο-κράτωρ).ΣΥΝΘ. θυμοβόρος, θυμοειδής, θυμοσοφικός, θυμόσοφοςαρχ.θυμοβαρής, θυμοβορώ, θυμοδακής, θυμοκάτοχος, θυμοκατοχώ, θυμοκτόνος, θυμολέαινα, θυμολεοντοφθόρος, θυμολέων, θυμολιπής, θυμόμαντις, θυμομαχία, θυμομαχώ, θυμοπληθής, θυμοποιώ, θυμοραϊστής, θυμοφθόρος, θυμοφθορώ, θυμοφονώαρχ.-μσν.θυμοβάρειαμσν.θυμοβάρβαρος, θυμοβολώ, θυμοκράτωρ, θυμόκλωστος, θυμολευστώ, θυμοσοφώ, θυμοτερπής, θυμοτολμίανεοελλ.θυμοσοφία].
Dictionary of Greek. 2013.